- ὀνυχάλειμμα
- ὀνῠχ-άλειμμα [pron. full] [ᾰ], ατος, τό,A ointment of
ὄνυξ 111.5
, Hippiatr.100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄνυξ 111.5
, Hippiatr.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονυχάλειμμα — ὀνυχάλειμμα, τὸ (Μ) αλοιφή παρασκευασμένη από όνυχα, είδος αρωματικής ουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, υχος (Ι) + ἄλειμμα (< ἀλείφω)] … Dictionary of Greek
ὀνυχαλείμματι — ὀνυχάλειμμα ointment of neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek